- πελαγώνω
- πελαγῶ, -όω, ΝΜΑ [πέλαγος]νεοελλ.1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω4. μτφ. (για εμπορικές επιχειρήσεις) οδηγούμαι σε αποτυχία από κακή διαχείριση ή από υπερβολικές δαπάνες5. μεταβάλλομαι σε πέλαγος, σε θάλασσα, πλημμυρίζω («οι ρεματιές πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα», Κρυστάλλ.)μσν.-αρχ.1. μεταβάλλω κάτι σε πέλαγος, κατακλύζω («τὸ ὕδωρ τοσαύτην γῆν πελαγῶσαι», Αχιλλ. Τάτ.)2. παθ. κατακλύζομαι από τα νερά και πνίγομαι («θῆρες ἐφέροντο νεκροὶ πελαγωθέντες», Μανασσ.).
Dictionary of Greek. 2013.